λεπτοδείκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λεπτοδείκτης αρσενικό
- ο μεγάλος δείκτης του ρολογιού, αυτός που δείχνει τα λεπτά της ώρας
- ※ Περνούν οι νύχτες, / τα δευτερόλεπτα βαριά / στους λεπτοδείκτες / ζητώντας κάτι / που να μη γίνεται ουρλιαχτό / κι οφθαλμαπάτη
- Δε λες κουβέντα, στίχοι: Κώστας Τριπολίτης, μουσική: Δήμος Μούτσης, πρώτη εκτέλεση: Σωτηρία Μπέλλου, Δήμος Μούτσης, 1981
- ※ Περνούν οι νύχτες, / τα δευτερόλεπτα βαριά / στους λεπτοδείκτες / ζητώντας κάτι / που να μη γίνεται ουρλιαχτό / κι οφθαλμαπάτη
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λεπτοδείκτης