λετσούμπι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λετσούμπι < από το ιταλικό lezzo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λετσούμπι ουδέτερο
- παιδί που φοράει βρόμικα ρούχα ή παραμελεί το ντύσιμό του ή γενικώς είναι ακατάστατο ή άπλυτο.
- Κυκλοφοράει σα λετσούμπι.