λιανεμπόριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʎa.nemˈbo.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λια‐νε‐μπό‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λιανεμπόριο ουδέτερο