λιοντάριν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιοντάριν < λεοντάριν με συνίζηση ([i] + φωνήεν αντί [e] + φωνήεν) για αποφυγή της χασμωδίας (το φαινόμενο, σπάνιο στους αιώνες 11-14, αλλά συχνότερο σε μεταγενέστερους)[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιοντάριν ουδέτερο
- άλλη μορφή του λεοντάριν
Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]
- λιοντάρια (πληθυντικός)
στην κρητική λογοτεχνία:
- λιονταριοῦ (γενική ενικού)
- τῶ(ν) λιονταριῶ (γενική πληθυντικού)
Σύνθετα[επεξεργασία]
με λιονταρ-
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ The Cambridge Grammar of Medieval and Early Modern Greek. (2019) [Η Γραμματική του Κέμπριτζ για τα μεσαιωνικά και πρώιμα νέα ελληνικά] (στα αγγλικά) Των David Holton, Geoffrey Horrocks, Marjolijne Janssen, Tina Lendari, Io Manolessou & Notis Toufexis. Cambridge University Press. 4 τόμοι. DOI - εισαγωγή σελ.102:
※ Another indication of synizesis is the substitution of /i/ + V for /e/ + V, as in EMedG.Early Mordern Greek This is rare in the 11th to 14th c., but becomes much more frequent in later texts:
Μια ακόμη ένδειξη συνίζησης είναι η αντικατάσταση του /i/ + φωνήεν για το /e/ + φωνήεν, όπως στην πρώιμη νεοελληνική. Αυτό είναι σπάνιο στους αιώνες 11 ως 15, αλλά γίνεται πολύ πιο συχνό σε μεταγενέστερα κείμενα.
Πηγές[επεξεργασία]
- λιοντάριν - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].