λιποπρωτεΐνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λιποπρωτεΐνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική lipoprotein < αρχαία ελληνική λίπος + γερμανική Protein < ελληνιστική κοινή πρωτεῖος < αρχαία ελληνική πρῶτος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /li.po.pro.teˈi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐πο‐πρω‐τε‐ΐ‐νη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λιποπρωτεΐνη θηλυκό
- (βιοχημεία) βιοχημικό σύμπλεγμα πρωτεϊνών και λιπιδίων που συμβάλλει στη μεταφορά υδρόφοβων μορίων λιπιδίων στο πλάσμα αίματος κ.α.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Lipoprotein στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λιποπρωτεΐνη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιοχημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)