λιποψυχῶ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]λιποψυχῶ
- συνηρημένη μορφή του λιποψυχέω (και λειποψυχέω): λιποθυμώ π.χ. από τραύμα αλλά και δειλιάζω, χάνω το θάρρος μου
λιποψυχῶ