λιόπιτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λιόπιτα | οι | λιόπιτες |
γενική | της | λιόπιτας | των | (λιόπιτων) |
αιτιατική | τη | λιόπιτα | τις | λιόπιτες |
κλητική | λιόπιτα | λιόπιτες | ||
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λιόπιτα θηλυκό (ιδιωματικό)
- (γαστρονομία) πίτα με πολτοποιημένες ελιές (πάστα ελιάς)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λιόπιτα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αρθρίτιδα' με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα λιό- από το ελιά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με συνθετικό 'πίτα' (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)