λογιστήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λογιστήριο | τα | λογιστήρια |
γενική | του | λογιστήριου & λογιστηρίου |
των | λογιστήριων & λογιστηρίων |
αιτιατική | το | λογιστήριο | τα | λογιστήρια |
κλητική | λογιστήριο | λογιστήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λογιστήριο < αρχαία ελληνική λογιστήριον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λογιστήριο ουδέτερο
- ιδιωτικό ή δημόσιο γραφείο ή τμήμα οργανισμού, όπου υπάρχουν λογιστές που ασχολούνται με τα λογιστικά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λογιστήριο