λούμπεν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λούμπεν < (άμεσο δάνειο) γερμανική Lumpen (κουρέλι) < μέση άνω γερμανική lumpe < πρωτογερμανική *limpaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)lemb- / *(s)lembʰ-

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈlu.ben/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λού‐μπεν

Επίθετο

[επεξεργασία]

λούμπεν άκλιτο

  1. (παρωχημένο) που έχει χάσει τα προνόμια της τάξης στην οποία ανήκει
  2. που χαρακτηρίζει τα άτομα που ανήκουν στο λούμπεν προλεταριάτο
     συνώνυμα: περιθωριοποιημένος, εξαθλιωμένος

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]