λυσάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λυσάρι τα λυσάρια
      γενική του λυσαριού των λυσαριών
    αιτιατική το λυσάρι τα λυσάρια
     κλητική λυσάρι λυσάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λυσάρι < λύσ(η) + -άρι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /liˈsa.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λυ‐σά‐ρι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λυσάρι ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]