λύμφη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λύμφη < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈlim.fi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λύμ‐φη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λύμφη θηλυκό
- άλλη μορφή του λέμφος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λύμφη
→ δείτε τη λέξη λέμφος |