λύνε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈli.ne/
- ⓘ
- τονικό παρώνυμο: λινέ
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]λύνε
- β' ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρήματος λύνω
λύνε