λώβα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λώβα οι λώβες
      γενική της λώβας
    αιτιατική τη λώβα τις λώβες
     κλητική λώβα λώβες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λώβα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λώβ(η) + μεταπλασμός με [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈlo.va/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λώ‐βα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λώβα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λώβα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λώβ(η) + μεταπλασμός με

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λώβα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]