μάγκανος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μάγκανος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μάγκανος αρσενικό

  • γεωργικό ξύλινο εργαλείο εξαγωγής ινών λιναριού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]