μάγκιψ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μάγκιψ, λέξη του 7ου αιώνα, και σε Γλωσσάρι < (άμεσο δάνειο) λατινική manceps < manus + capio

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μάγκιψ αρσενικό (θηλυκό μαγκίπισσα)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]