μήλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μήλα < πληθυντικός του μήλο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μήλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα ζυγωματικά
  2. παιδικό παιχνίδι που παίζεται με μπάλα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

μήλα