μίνιμουμ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μίνιμουμ < (άμεσο δάνειο) αγγλική minimum

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μίνιμουμ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]