μίσθωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μίσθωμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μίσθωμα[1] Συγχρονικά αναλύεται σε μισθώ(νω) + -μα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈmis.θo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μί‐σθω‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μίσθωμα ουδέτερο
- (νομικός όρος) το ποσό της μίσθωσης, το ενοίκιο
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη μισθός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μίσθωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές[επεξεργασία]
- μίσθωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μίσθωμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | μίσθωμᾰ | τὰ | μισθώμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | μισθώμᾰτος | τῶν | μισθωμᾰ́των |
δοτική | τῷ | μισθώμᾰτῐ | τοῖς | μισθώμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | μίσθωμᾰ | τὰ | μισθώμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | μίσθωμᾰ | μισθώμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μισθώμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μισθωμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μίσθωμα, -ατος ουδέτερο
- συμφωνημένη τιμή για ενοικίαση
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 180.1
- Ἀμφικτυόνων δὲ μισθωσάντων τὸν ἐν Δελφοῖσι νῦν ἐόντα νηὸν τριηκοσίων ταλάντων ἐξεργάσασθαι (ὁ γὰρ πρότερον ἐὼν αὐτόθι αὐτόματος κατεκάη), τοὺς Δελφοὺς δὴ ἐπέβαλλε τεταρτημόριον τοῦ μισθώματος παρασχεῖν.
- Όταν πάλι οι Αμφικτύονες ανέθεσαν για τριακόσια τάλαντα την ανέγερση του ναού που υπάρχει σήμερα στους Δελφούς (γιατί εκείνος που υπήρχε προηγουμένως εκεί κάηκε μόνος του), επιβλήθηκε στους κατοίκους να καταβάλουν το ένα τέταρτο της δαπάνης.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- Ἀμφικτυόνων δὲ μισθωσάντων τὸν ἐν Δελφοῖσι νῦν ἐόντα νηὸν τριηκοσίων ταλάντων ἐξεργάσασθαι (ὁ γὰρ πρότερον ἐὼν αὐτόθι αὐτόματος κατεκάη), τοὺς Δελφοὺς δὴ ἐπέβαλλε τεταρτημόριον τοῦ μισθώματος παρασχεῖν.
- ※ 4oς πκε αιώνας ⌘ Ισοκράτης, Ἀρεοπαγιτικός, 7.29
- οὐδὲ τὰς μὲν ἐπιθέτους ἑορτὰς, αἷς ἑστίασίς τις προσείη, μεγαλοπρεπῶς ἦγον, ἐν δὲ τοῖς ἁγιωτάτοις τῶν ἱερῶν ἀπὸ μισθωμάτων ἔθυον·
- ούτε ακόμη τελούσαν με μεγαλοπρέπεια τις πρόσφατα θεσπισμένες γιορτές, στη διάρκεια των οποίων ακολουθούσε κάποια συνεστίαση, ούτε πρόσφεραν θυσίες στη διάρκεια των πιο ιερών εορτών με εκμισθώσεις ύστερα από μειοδοτικό διαγωνισμό.
- Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Ζ.Ε. Μαλαθούνη, @greek‑language.gr
- οὐδὲ τὰς μὲν ἐπιθέτους ἑορτὰς, αἷς ἑστίασίς τις προσείη, μεγαλοπρεπῶς ἦγον, ἐν δὲ τοῖς ἁγιωτάτοις τῶν ἱερῶν ἀπὸ μισθωμάτων ἔθυον·
- ※ 4ος πκε αιώνας, επιγραφή, Στήλη λευκού Ναξιακού μαρμάρου. @greek-language.gr
- [ὅ]ρ̣ος χωρίων καὶ
οἰκίας καὶ κεράμου
ἀποτετιμημέ-
τυνων τοῖς παιδίοις
τοῖς Ἐπ̣ίφρονος· τοῦ
ἀρχαίου 𐌗𐌗𐌗𐅅 καὶ
τῶν μισθωμάτων
τετρακοσίων δρα-
χμῶν τοῦ ἐνιαυ-
[το]ῦ ἑκάστου ἐπὶ
[. . .]γ̣ήτου·- Όρος γαιών και
οικίας και κεραμώσεως
υποθηκευμένων ως εγγυήσεων
υπέρ των παιδιών του Επίφρονος·
για το κεφάλαιο αντί 3.500 δραχμών και
για τα μισθώματα
αντί τετρακοσίων δραχμών
κατʼ έτος,
από το έτος του άρχοντος […]γήτου. - Έκδ. IG XII Suppl. 194. Μ. I. Finley, Studies in Land and Credit in Ancient Athens, 500-200 B.C., Columbia University 1952 (repr. ed. 1973), αρ. 131, και σελ. 43.
- ΣτΕ: Η στήλη βρέθηκε στη Νάξο και φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Νάξου.
- Όρος γαιών και
- [ὅ]ρ̣ος χωρίων καὶ
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 180.1
- (ελληνιστική σημασία) μισθωμένη κατοικία
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Πράξεις των Αποστόλων, 28.30 @scaife.perseus
- Ἐνέμεινεν δὲ διετίαν ὅλην ἐν ἰδίῳ μισθώματι, καὶ ἀπεδέχετο πάντας τοὺς εἰσπορευομένους πρὸς αὐτόν,
- Ἔμεινε δὲ ὁ Παῦλος ὁλόκληρη διετία σὲ δικό του μισθωμένο οἴκημα. Καὶ δεχόταν ὅλους, ὅσοι τὸν ἐπισκέπτονταν.
- Μετάφραση: Νικόλαος Σωτηρόπουλος, @archive.org
- Ἐνέμεινεν δὲ διετίαν ὅλην ἐν ἰδίῳ μισθώματι, καὶ ἀπεδέχετο πάντας τοὺς εἰσπορευομένους πρὸς αὐτόν,
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Πράξεις των Αποστόλων, 28.30 @scaife.perseus
- αμοιβή πόρνης
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Δευτερονόμιο, 23.19, @scaife.perseus
- οὐ προσοίσεις μίσθωμα πόρνης οὐδὲ ἄλλαγμα κυνὸς εἰς τὸν οἶκον κυρίου τοῦ θεοῦ σου πρὸς πᾶσαν εὐχήν, ὅτι βδέλυγμα Κυρίῳ τῷ θεῷ σού ἐστιν καὶ ἀμφότερα.
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Δευτερονόμιο, 23.19, @scaife.perseus
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μισθόω
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- μίσθωμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μίσθωμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ὄνομα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ὄνομα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ηρόδοτο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από επιγραφές (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα από την Παλαιά Διαθήκη (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)