μαγκάλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαγκάλι | τα | μαγκάλια |
γενική | του | μαγκαλιού | των | μαγκαλιών |
αιτιατική | το | μαγκάλι | τα | μαγκάλια |
κλητική | μαγκάλι | μαγκάλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαγκάλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική mangal < αραβική منقل (minqal)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ma(ŋ)ˈɡa.li/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαγκάλι ουδέτερο
- μεταλλικό σκεύος, όπου με την καύση κάρβουνων γίνεται προσπάθεια να θερμανθεί ένας χώρος, το πύραυνο.
- ※ το μαγκάλι έχει προκαλέσει σε αρκετές περιπτώσεις δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα, λόγω της μη τέλειας καύσης.
- ※ Την ομοιότητα συνεπλήρωσαν βαρέα παραπετάσματα της Προύσσας, διβάνιον εστρωμένον με χρυσοκέντητον ύφασμα, προερχόμενον εκ παλαιάς αρχιερατικής στολής, περσικόν μαγκάλι, σκαμνία μ' επικολλήματα μαργαριτομάννας, και επάργυρος βυζαντινή κολυμβήθρα, μεταβληθείσα εις μεγαλοπρεπές ανθοδοχείον. (Εμμανουήλ Ροΐδης, Ψυχολογία Συριανού συζύγου, 1894).
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- μαγκάλι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)