μαγκίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μαγκίτης | οι | μαγκίτες |
γενική | του | μαγκίτη | των | μαγκιτών |
αιτιατική | τον | μαγκίτη | τους | μαγκίτες |
κλητική | μαγκίτη | μαγκίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαγκίτης αρσενικό
- (αργκό) εμφατικά, ο μάγκας
- ※ γειά σου μαγκίτη μου Ανέστο! (ένθετη προσφώνηση στον ερμηνευτή, στο ρεμπέτικο τραγούδι «Ο πόνος του πρεζάκια» [1936] του Ανέστου Δελιά)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαγκίτης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίτης (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα στίχους τραγουδιών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)