μαγκεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαγκεύω < μάγκας + -εύω

μαγκεύω

μάγκεψε ο Παναγιωτάκης!

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]