μαγκεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]μαγκεύω
- (ειρωνικά) γίνομαι μάγκας
- μάγκεψε ο Παναγιωτάκης!
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαγκεύω
|
μαγκεύω
|