μανθάνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μανθάνω < θέμα μαθ- + ένθημα -ν- + -άνω. To θέμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mn̥(s)-dʰh₁- < ρίζα *men- (σημασία πνευματικής δραστηριότητας όπως μιμνήσκω)[1] + *dʰeh₁- (τοποθετώ, τίθημι)

Παράγωγα

[επεξεργασία]

με θέμα μαθη-

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. μαθαίνω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.