μανιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μανιώ, μανιῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μανιώ < μάνα + -ιώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /maˈɲo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐νιώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μανιώ θηλυκό, μόνο στον ενικό

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]