μαντίλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαντίλα οι μαντίλες
      γενική της μαντίλας των μαντιλών
    αιτιατική τη μαντίλα τις μαντίλες
     κλητική μαντίλα μαντίλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαντίλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαντίλα . μαντήλα < μαντίλ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /manˈdi.la/ & /maˈdi.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐ντί‐λα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαντίλα θηλυκό

  1. (ενδυμασία) τριγωνικού ή άλλου σχήματος μεγάλο μαντίλι για να καλύπτει η γυναίκα το κεφάλι και το λαιμό της
    ※  Κοσμηματοπωλεία, παλαιοπωλεία, υφασματοπωλεία, μαγαζιά που πουλούσαν πολύχρωμες μαντίλες, άλλα με δερμάτινα ρούχα και τζιν, με διακοσμητικά πήλινα πιάτα τοίχου, με πλεχτές τσάντες, χριστιανικές εικόνες, γκραβούρες με τοπία της Πόλης, τάβλια, πολύχρωμες λάμπες, πολυελαίους και φανάρια· υπήρχαν και καφενεία, ζαχαροπλαστεία με μπακλαβαδάκια, τουλούμπες, σεκέρ παρέ, κανταΐφια, κόκκους καφέ και λουκούμια με ροδέλαιο. Όλα τα καλά του κόσμου.
    (Χρύσα Σπυροπούλου (2015). Το μυστήριο της Κωνσταντινούπολης. Ελλάδα: Εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN: 9789600358797, @google.books)
  2. (ισλαμισμός) η ισλαμική μαντίλα που επιβάλλεται στις γυναίκες να φορούν για θρησκευτικούς λόγους
  3. το πετσί που κρέμεται από το λαιμό του βοδιού

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαντίλα θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]