μαντράχαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαντράχαλος < πιθανόν από το μαντρί και χαλί, επειδή στα μαντριά είχαν ένα υψηλό ξύλο σε σχήμα διχάλας όπου κρεμούσαν διάφορα αντικείμενα)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /manˈdɾa.xa.los/ και σε γρήγορο λόγο /maˈdɾa.xa.los/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαντράχαλος αρσενικό και μαντραχαλάς
- μεγαλόσωμος νέος, κρεμανταλάς, συνήθως για άχαρους και αδέξιους εφήβους ή νεαρούς
- Μα φοβάσαι τις κατσαρίδες κοτζάμ μαντράχαλος;
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- διαφορετικό το μαντροχαλαστής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μαντράχαλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας