μαρμαρογλυπτική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαρμαρογλυπτική οι μαρμαρογλυπτικές
      γενική της μαρμαρογλυπτικής των μαρμαρογλυπτικών
    αιτιατική τη μαρμαρογλυπτική τις μαρμαρογλυπτικές
     κλητική μαρμαρογλυπτική μαρμαρογλυπτικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
έργο μαρμαρογλυπτικής στην Οστράβα της Τσεχίας

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαρμαρογλυπτική < μάρμαρο + -ο- + γλυπτική

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαρμαρογλυπτική θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]