μαρτυριά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαρτυριά | οι | μαρτυριές |
γενική | της | μαρτυριάς | των | μαρτυριών |
αιτιατική | τη | μαρτυριά | τις | μαρτυριές |
κλητική | μαρτυριά | μαρτυριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαρτυριά < μαρτυράω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαρτυριά θηλυκό
- η αποκάλυψη ενός μυστικού που έχει εμπιστευθεί κάποιος, το κάρφωμα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαρτυριά
|