μαυροπούλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαυροπούλι | τα | μαυροπούλια |
γενική | του | μαυροπουλιού | των | μαυροπουλιών |
αιτιατική | το | μαυροπούλι | τα | μαυροπούλια |
κλητική | μαυροπούλι | μαυροπούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαυροπούλι ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαυροπούλι
|