μεγεθύνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεγεθύνω < (ελληνιστική κοινή) μεγεθύνω < αρχαία ελληνική μέγεθος
Ρήμα
[επεξεργασία]μεγεθύνω
- μεγαλώνω τις διαστάσεις μιας εικόνας με ειδικό φακό ώστε να μπορώ να δω λεπτομέρειες
- μεγαλώνω μια εικόνα ή φωτογραφία με ψηφιακά μέσα για καλλιτεχνικούς ή πρακτικούς σκοπούς
- μεγαλώνω ένα αντικείμενο κάνοντας αντίγραφό του σε μεγαλύτερες διαστάσεις
- δίνω σε ένα πρόβλημα ή σε ένα κατόρθωμα μεγαλύτερες διαστάσεις από αυτές που έχει, το μεγαλοποιώ