μελάνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μελάνη οι μελάνες
      γενική της μελάνης των μελανών
    αιτιατική τη μελάνη τις μελάνες
     κλητική μελάνη μελάνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μελάνη < μέλας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μελάνη θηλυκό (πληθυντικός μελάνες)

  • χρωματιστή υγρή ουσία που χρησιμοποιείται στη γραφή, στην τυπογραφία, στη σχεδίαση, στη ζωγραφική και αλλού

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]