μεσανατολικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεσανατολικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μεσανατολικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεσανατολικό ουδέτερο
- το μεσανατολικό ζήτημα, το σύνολο των πολιτικών προβλημάτων που αφορούν στη Μέση Ανατολή
- νέα συνάντηση για το μεσανατολικό
- (μεταφορικά) κατάσταση που παρατείνεται για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς λύση
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- η μεταφορική έννοια συνήθως χρησιμοποιείται μόνο σε εκφράσεις όπως το κάναμε / το κάμανε / έγινε μεσανατολικό, θα λύσουμε το μεσανατολικό; ή δεν θα λύσουμε το μεσανατολικό!
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεσανατολικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μεσανατολικό
- αιτιατική ενικού του μεσανατολικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μεσανατολικός