μεσοφαγωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεσοφαγωμένος < μεσο- (μισός) + φαγωμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος τρώγω

Μετοχή

[επεξεργασία]

μεσοφαγωμένος μετοχή σε λειτουργία επιθέτου (μετοχή χωρίς ρήμα)

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]