μετάπλαση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετάπλαση οι μεταπλάσεις
      γενική της μετάπλασης* των μεταπλάσεων
    αιτιατική τη μετάπλαση τις μεταπλάσεις
     κλητική μετάπλαση μεταπλάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταπλάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μετάπλαση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μετάπλα(σις) + -ση. Συγχρονικά αναλύεται σε μετά- + πλασ- (πλάθω) + (πλάση)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /meˈta.pla.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τά‐πλα‐ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μετάπλαση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. «Παραγωγή» - Γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας που χρησιμοποιούνται στα σχολικά βιβλία. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
  2. Debrunner, Albert (1917) Griechische Wortbildungslehre. (O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική) Mετάφραση: Ηλίας Τσιριγκάκης, επιμέλεια: Ευάγγελος Πετρούνιας, στο @greek-language.gr, 2008.