μεταμελούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεταμελούμαι < αρχαία ελληνική μεταμελοῦμαι < μετά + μέλω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /me.ta.meˈlu.me/
Ρήμα
[επεξεργασία]μεταμελούμαι
- (λόγιο) μετανιώνω για κάποιο κακό που διέπραξα (και από τις τύψεις μου κάνω επανορθωτικές ενέργειες)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- μεταμέλεια
- → δείτε τη λέξη μέλει