μετεπιβιβάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μετεπιβιβάζω < μετ- + επιβιβάζω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική reembark)

μετεπιβιβάζω (παθητική φωνή: μετεπιβιβάζομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]