μετρολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μετρολογία θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- μετρολόγος
- μετρολογικός
- → δείτε τις λέξεις μέτρο και λόγος