μητροκήλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μητροκήλη | οι | μητροκήλες |
γενική | της | μητροκήλης | — | |
αιτιατική | τη | μητροκήλη | τις | μητροκήλες |
κλητική | μητροκήλη | μητροκήλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μητροκήλη θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μητροκήλη
|