μιλιούνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μιλιούνι | τα | μιλιούνια |
γενική | του | μιλιουνιού | των | μιλιουνιών |
αιτιατική | το | μιλιούνι | τα | μιλιούνια |
κλητική | μιλιούνι | μιλιούνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μιλιούνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική milion(e) + -ι με τροπή [ο] σε [u], από κειστή προφορά του [o] στη νότια Ιταλία[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mi.liˈu.ni/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μιλιούνι ουδέτερο
- εκατομμύριο
- (μεταφορικά, στον πληθυντικό) μιλιούνια: μεγάλη ποσότητα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μιλιούνι
→ δείτε τη λέξη εκατομμύριο |
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μιλιούνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)