μισοτιμής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μισοτιμής < μισο- (<μισός) + τιμ(ή) + -ής

Επίρρημα

[επεξεργασία]

μισοτιμής

  1. στη μισή από την κανονική αξία
  2. (μεταφορικά) πάρα πολύ φτηνά, σχεδόν τζάμπα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]