μνῆστις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μνῆστις < μνάομαι / μνῶμαι ... πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *men-, σκέφτομαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μνῆστις, -εως/-ιος θηλυκό

  1. η μνεία
  2. η μνήμη
  3. η προσοχή
  4. η φήμη

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]