μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά < → δείτε τις λέξεις μοιρασμένος, μοιράζω, διπλός και χαρά
Προφορά
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά
- η χαρά γίνεται πιο μεγάλη όταν τη μοιραζόμαστε με κάποιον
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά
|