μονάρχης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μονάρχης οι μονάρχες
      γενική του μονάρχη των μοναρχών
    αιτιατική τον μονάρχη τους μονάρχες
     κλητική μονάρχη μονάρχες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μονάρχης < μεσαιωνική ελληνική μονάρχης < αρχαία ελληνική μόναρχος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /moˈnaɾ.çis/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μονάρχης αρσενικό

  1. (πολιτική) άρχοντας, βασιλιάς, ηγεμόνας
  2. (έντομο) είδος πεταλούδας

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
Χρησιμοποιείται αντί του «βασιλιάς» για μια περισσότερο επιστημονική και σοβαρή χροιά

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]