μονώροφο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονώροφο ουδέτερο, (λόγιο) μονώροφον
- οικοδόμημα που φέρει ένα ορόφο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονώροφο
|