μουσαμάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μουσαμάς οι μουσαμάδες
      γενική του μουσαμά των μουσαμάδων
    αιτιατική τον μουσαμά τους μουσαμάδες
     κλητική μουσαμά μουσαμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μουσαμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική muşamba + < αραβική مشمّع (muşamma, διαλεκτικό)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mu.saˈmas/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μουσαμάς αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]