μοχλεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μοχλεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μοχλεύω < μοχλός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /moˈxle.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐χλεύ‐ω

μοχλεύω, αόρ.: μόχλευσα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μοχλεύω < λείπει η ετυμολογία

μοχλεύω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]