μπάρεμου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπάρεμου < οθωμανική τουρκική bari < περσική باری (bâri, "τουλάχιστον", "άπαξ")

Επίρρημα

[επεξεργασία]

μπάρεμου

  1. Ε, μπάρεμου πάρε και το σακάκι σου! Ε, τουλάχιστον πάρε και το σακάκι σου!
  2. Ήντα τον επήρατε μπάρεμου. Τι τον επήρατε τότε.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

μπάρεμου

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]