μπάσο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπάσο τα μπάσα
      γενική του μπάσου των μπάσων
    αιτιατική το μπάσο τα μπάσα
     κλητική μπάσο μπάσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ηλεκτρικό μπάσο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπάσο < (άμεσο δάνειο) ιταλική basso < λατινική bassus < αρχαία ελληνική βάσις (αντιδάνειο)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈba.so/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπάσο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

μπάσο