μπεγλέρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπεγλέρι | τα | μπεγλέρια |
γενική | του | μπεγλεριού | των | μπεγλεριών |
αιτιατική | το | μπεγλέρι | τα | μπεγλέρια |
κλητική | μπεγλέρι | μπεγλέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπεγλέρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική begleri
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπεγλέρι ουδέτερο
Παράγωγα[επεξεργασία]
- Μπεγλέρι (αμπελουργία)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη κομπολόι
είδος με λίγες χάντρες
|