μπριζολίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπριζολίτσα οι μπριζολίτσες
      γενική της μπριζολίτσας
    αιτιατική την μπριζολίτσα τις μπριζολίτσες
     κλητική μπριζολίτσα μπριζολίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπριζολίτσα < μπριζόλ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπριζολίτσα ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μπριζόλα