μπριντγκμανίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπριντγκμανίτης οι μπριντγκμανίτες
      γενική του μπριντγκμανίτη των μπριντγκμανιτών
    αιτιατική τον μπριντγκμανίτη τους μπριντγκμανίτες
     κλητική μπριντγκμανίτη μπριντγκμανίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπριντγκμανίτης (νεολογισμός, 2014) < (λόγιο δάνειο) αγγλική bridgmanite (2014) < προς τιμήν του φυσικού Percy Bridgman

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπριντγκμανίτης αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]