μπριντγκμανίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπριντγκμανίτης (νεολογισμός, 2014) < (λόγιο δάνειο) αγγλική bridgmanite (2014) < προς τιμήν του φυσικού Percy Bridgman
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπριντγκμανίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) ορυκτό που περιέχει μαγγάνιο, πυρίτιο και οξυγόνο (MgSiO3) και είναι σταθερό μόνο σε συνθήκες ακραίας πίεσης σε μεγάλα βάθη του γήινου μανδύα
- ※ To πιο άφθονο ορυκτό της Γης επιτέλους αποκτά όνομα. Καταλαμβάνει περισσότερο από το ένα τρίτο του πλανήτη και ονομάζεται πλέον μπριντγκμανίτης. (* εφημερίδα Το Βήμα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπριντγκμανίτης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)